φορτουνέλ(λ)α

φορτουνέλ(λ)α
η, Ν
βοτ.
1. γένος δικότυλων φυτών, τής οικογένειας ρουτίδες, ιθαγενές τής Άπω Ανατολής, κν. γνωστό ως κουμκουάτ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fortunella < νεολατ. fortunella από το όν. τού Σκωτσέζου βοτανολόγου Robert Fortune].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”